ΤΟ ΒΕΛΓΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ 1884


Στο προοίμιο του δωδέκατου τόμου 

στις βελγικές Πανδέκτες

ο Εντμόν Πικάρ τριγυρνά μ’ ένα κάποιο ρομαντισμό 

μας περιγράφει 

τα βήματα ενός διαβάτη ανάμεσα σε δυσοίωνους δρόμους 

που άλλοτε συνδέανε την Κάτω Πόλη με την Πάνω

ο διαβάτης με καρδιά που δυνάστεψε η φρίκη 

φτάνει σ’ ένα κίτρινο πληκτικό σπίτι 

είναι βράδυ μια σιδερένια 

γέφυρα πολύ κοντά συντρίβει με τον ίσκιο της 

τον ουρανό που βάρυνε 

από τα μαύρα σύννεφα σαν άσκημα κοπάδια 

μπαίνει ακούει 

τις φωνές των γυναικών που θορυβούνε κάτω εκεί 

που δειπνήσαν 

κι ακουμπάει σ’ ένα κιγκλίδωμα που λες κι έχει γίνει 

για χέρι γίγαντα σκαρφαλώνει τα σκαλοπάτια 

αυτής της μεγάλης κακιάς δρύινης σκάλας 

φτάνει στη σοφίτα 

σαν σε περίπλοκες πτυχές των θόλων μιας μητρόπολης 

οι άντρες καπνίζουν και μιλάνε ανάμεσα στα βιβλία 

και θα μιλούν 

απόψε για πολύ ώσπου η νύχτα να τους ξανάβρει 

στο κατώφλι 

μπροστά στη μαύρη γέφυρα που συναθροίζει τα σκοτάδια 

κάτω απ’ την ποδιά της. 

Όλοι σταμάτησαν μπροστά σ’ αυτή την επιβλητική 

εικόνα της ηρεμίας 

και της γαλήνης. Είναι η Ειρήνη, είπε μια φωνή.

Όχι, απάντησε ο Ραβδούχος, ο Νόμος είναι. 


                                                                                         μετάφραση Τάσος Δενέγρης


                                                                                                                                 Πηγή: 

                                     Μαρία Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, εκδ. ΛΩΤΟΣ







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου